Ήταν ένα καλοκαιρινό δειλινό όταν ο Αντρέας ανέβηκε στο κατάστρωμα του πλοίου που διέσχιζε το Αιγαίο. Η αλμύρα του αέρα ανακάτευε τα μαλλιά του, και ο ήλιος έπεφτε αργά στη θάλασσα, βάφοντας τον ορίζοντα με αποχρώσεις πορτοκαλί και μωβ.
Δεν ταξίδευε για διακοπές. Ήταν ένα αυθόρμητο ταξίδι – μια μικρή απόδραση για να πάρει ανάσα. Δεν περίμενε να του συμβεί τίποτα. Και όμως, εκείνος εμφανίστηκε.
Στεκόταν στην άλλη πλευρά του καταστρώματος. Ψηλός, γεροδεμένος, με ηλιοκαμένο δέρμα και βλέμμα ήρεμο αλλά διεισδυτικό. Ένα χαμόγελο μισό, σκιερό και προκλητικό.
Ο Αντρέας ένιωσε τον παλμό του να ανεβαίνει χωρίς λόγο. Ή ίσως, με κάθε λόγο.
Ο άντρας πλησίασε χαλαρά. “Ωραία θέα”, είπε. “Η καλύτερη ώρα της μέρας.”
Ο Αντρέας γύρισε και του χαμογέλασε. “Ναι… και συνήθως η πιο μοναχική.”
Εκείνος γέλασε. “Εξαρτάται ποιος στέκεται δίπλα σου.”
Συστήθηκαν. Ονομάζονταν Νίκος και ήταν Gay. Καπετάνιος – ή σχεδόν. Δούλευε στο πλήρωμα του καραβιού, και αυτή η διαδρομή ήταν μια από τις αγαπημένες του. Τον ηρεμούσε, είπε.
Καθώς η θάλασσα σκούραινε και το φεγγάρι ανέβαινε αργά, οι δύο άντρες είχαν χαθεί στη συζήτηση. Μιλούσαν για ταξίδια, σώματα, προτιμήσεις και όνειρα. Ήταν παράξενο πόσο γρήγορα ένιωθαν οικειότητα.
Κάποια στιγμή, ο Νίκος πρότεινε να του δείξει έναν ήσυχο χώρο στο πίσω μέρος του πλοίου, εκεί όπου δεν πήγαινε κανείς. Ο Αντρέας τον ακολούθησε χωρίς δισταγμό.
Η περιοχή ήταν σκοτεινή, αλλά το φως του φεγγαριού έκανε τα σώματά τους να ξεχωρίζουν. Ο Νίκος πλησίασε αργά, με σιγουριά. Τα χέρια του ήταν ζεστά, σκληρά, σταθερά. Ο Αντρέας ένιωσε να χάνεται στην αφή του. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί αργό, βαθύ, σχεδόν υπνωτικό.
Δεν υπήρχαν βιασύνες. Μόνο χέρια που εξερευνούσαν, ανάσες που γίνονταν πιο βαριές, δέρματα που ζεσταίνονταν, φωνές που χαμηλόφωνα μιλούσαν για επιθυμία. Ήταν μια στιγμή πέρα από τον χρόνο, ανάμεσα στη θάλασσα και τα αστέρια.
Όταν τελείωσε η βραδιά, δεν υπήρξε υπόσχεση για “πάντα”. Υπήρξε, όμως, η σιγουριά πως σε εκείνο το καράβι, για λίγες ώρες, είχαν μοιραστεί κάτι αληθινό. Κάτι βαθύ, όπως η θάλασσα.
Το επόμενο πρωί, ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί όταν ο Αντρέας βγήκε στο κατάστρωμα. Φορούσε ένα λευκό t-shirt και γυαλιά ηλίου. Κοιτούσε το άπειρο. Δεν ήξερε αν θα τον ξανάβλεπε. Ίσως το προηγούμενο βράδυ ήταν μια μοναδική στιγμή, σαν τους διάττοντες αστέρες: όμορφη, σύντομη και ανεξήγητα έντονη.
Αλλά δεν άργησε να τον δει. Ο Νίκος βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα φορώντας τη φόρμα του πληρώματος και κρατώντας έναν καφέ. Τον εντόπισε αμέσως. Ένα μισό χαμόγελο, πάλι εκείνο το ίδιο από το προηγούμενο βράδυ.
Πλησίασε. «Καλημέρα, Αντρέα.»
«Καλημέρα…» απάντησε εκείνος με φωνή πιο σιγανή απ’ όσο ήθελε. Σαν να ξυπνούσε ξανά κάτι μέσα του.
«Καλά κοιμήθηκες;» ρώτησε ο Νίκος.
Ο Αντρέας τον κοίταξε με νόημα. «Δύσκολα. Είχα… άλλες εικόνες στο μυαλό μου.»
Ο Νίκος έγειρε κοντά του. «Μπορώ να βοηθήσω με αυτό.»
Κεφάλαιο 3 – Κρυφά αγγίγματα
Τις επόμενες ώρες το πλοίο ταξίδευε ήσυχα. Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά και ο κόσμος χαλάρωνε στις καρέκλες και τα σαλόνια. Ο Νίκος έκανε τα καθήκοντά του, αλλά κάθε τόσο περνούσε από κοντά, τον άγγιζε διακριτικά στον ώμο ή του έκλεινε το μάτι σαν μικρό μυστικό.
Ήταν ένα παιχνίδι χωρίς λέξεις. Ήξεραν και οι δύο πως η στιγμή τους συνεχιζόταν, σε κοινό ρυθμό, ανάμεσα στα καθήκοντα και την προσμονή.
Το απόγευμα, όταν το πλοίο έδεσε προσωρινά σε ένα μικρό νησί για ανεφοδιασμό, ο Νίκος ψιθύρισε:
«Έλα στην πίσω αποθήκη, σε πέντε λεπτά. Είναι άδεια.»
Ο Αντρέας τον κοίταξε. Η καρδιά του χτύπησε γρήγορα. Δεν μίλησε. Μόνο έγνεψε καταφατικά.
Κεφάλαιο 4 – Ένταση και επιθυμία
Ο χώρος ήταν σκοτεινός, με μυρωδιά από ξύλο, σχοινιά και αλάτι. Ο Νίκος τον περίμενε εκεί. Μόλις μπήκε, τον τράβηξε αργά προς το μέρος του.
«Όλη μέρα σε σκέφτομαι,» του είπε με φωνή χαμηλή, βραχνή.
Ο Αντρέας άγγιξε το πρόσωπό του.
«Κι εγώ. Αλλά δεν το περίμενα αυτό… καθόλου.»
Δεν χρειάστηκε να πούνε περισσότερα. Τα σώματά τους κόλλησαν. Τα χέρια του Νίκου ήταν σίγουρα, διεκδικητικά. Ο Αντρέας ένιωσε τα δάχτυλα να χαϊδεύουν το λαιμό του, την πλάτη του, να κατεβαίνουν αργά στη μέση του. Ανταπέδωσε με πάθος. Έψαχνε να νιώσει ό,τι είχε ξεκινήσει το προηγούμενο βράδυ. Και το βρήκε.
Δεν υπήρχε βιασύνη, αλλά η επιθυμία είχε βάθος, είχε αναμονή μέσα της. Τα ρούχα τους δεν άργησαν να πέσουν στο πάτωμα. Τα σώματα ενώθηκαν ξανά, αυτή τη φορά πιο έντονα, πιο φλογερά, πιο αληθινά. Ο ιδρώτας και η ανάσα τους μπερδεύτηκαν με τον ήχο του νερού έξω από τα τοιχώματα του πλοίου.
Ήταν μια στιγμή ελευθερίας. Σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο.
Το ταξίδι πλησίαζε στο τέλος. Ο Νίκος του χάρισε μια μικρή ξύλινη πυξίδα.
«Να μη χάνεις ποτέ την κατεύθυνσή σου,» του είπε.
Ο Αντρέας χαμογέλασε. «Ειδικά όταν με ταράζουν κάτι τέτοιοι… παίδαροι.»
Έσκυψαν σε ένα τελευταίο φιλί – βαθύ, με αλμύρα, επιθυμία και ένα ίχνος μελαγχολίας.
«Θα σε ξαναδώ;» ρώτησε ο Αντρέας.
Ο Νίκος δεν απάντησε αμέσως. «Αν η θάλασσα θέλει… θα σε φέρει πίσω.»
Αφήστε ένα σχόλιο