Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, στο ίδιο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο του μικρού καφέ της γειτονιάς, καθόταν εκείνος. Ψηλός, μελαχρινός, με ένα βλέμμα που έμοιαζε να ψάχνει κάτι. Ο Αντώνης, που περνούσε κάθε μέρα από το ίδιο στενό για να πάει στη δουλειά του, δεν μπορούσε να μην τον προσέξει. Δεν τον κοίταζε επίμονα — αλλά κάθε φορά η καρδιά του έκανε ένα μικρό άλμα.
Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Ούτε καν το όνομά του. Φορούσε σχεδόν πάντα λευκό πουκάμισο, διάβαζε εφημερίδα — ναι, κανονική εφημερίδα, όχι κινητό — και έπινε τον καφέ του αργά, με έναν ήσυχο ρυθμό που θύμιζε άλλες εποχές. Ο Αντώνης άρχισε να επιβραδύνει το βήμα του όταν περνούσε. Μια μέρα, τόλμησε και μπήκε για να πάρει καφέ στο χέρι. Τον χαιρέτησε διακριτικά με ένα νεύμα. Ο άγνωστος σήκωσε το βλέμμα και του χαμογέλασε ελαφρά.
Την επόμενη μέρα, μπήκε πάλι. Κάθισε σε διπλανό τραπεζάκι. Ήθελε να νιώσει κοντά του, έστω σιωπηλά. Εκείνος δεν μίλησε, αλλά γύρισε ελαφρώς και είπε:
– «Ωραία μέρα σήμερα, ε;»
Ο Αντώνης δεν περίμενε τίποτα, κι όμως εκείνη η φράση τον ξάφνιασε γλυκά.
– «Ναι… αρκετά. Αν και λίγο αγχωτική. Η Τρίτη πάντα μου φαίνεται η πιο βαρετή μέρα της εβδομάδας».
– «Εγώ τις Τρίτες απολαμβάνω τον πιο ήσυχο καφέ. Χωρίς πολύ κόσμο».
Συστηθήκαν απλά. Ο άλλος ονομαζόταν Μάριος. Ήταν και εκείνος ένα όμορφο Gay παλικάρι. Δούλευε freelance από το σπίτι — ή καλύτερα, από το καφέ, όπως είπε γελώντας. Ο Αντώνης γύρισε στη δουλειά του πιο ελαφρύς από ποτέ.
Από εκείνη τη μέρα, σχεδόν καθημερινά, έπιναν καφέ μαζί. Μίλαγαν για μουσική, για βιβλία, για τα παιδικά τους χρόνια. Ο Μάριος είχε έναν ήρεμο τρόπο να κάνει τον Αντώνη να ξεχνάει το άγχος του. Ο Αντώνης ένιωθε πως κάτι χτιζόταν ανάμεσά τους, χωρίς βιασύνη, χωρίς πίεση.
Ένα πρωί, ο Μάριος δεν εμφανίστηκε. Ούτε το επόμενο. Ο Αντώνης άρχισε να νιώθει ένα μικρό κενό. Δεν είχε τηλέφωνό του, τίποτα. Την τρίτη μέρα, τον είδε να μπαίνει κρατώντας ένα λουλούδι στο χέρι.
– «Για σένα», του είπε απλά.
– «Δεν εμφανίστηκες, αγχώθηκα», του απάντησε ο Αντώνης.
– «Ήθελα να σε δοκιμάσω», του είπε γελώντας. «Ήθελα να δω αν θα μου έλειπες κι αν θα σου έλειπα κι εγώ».
Κάθισαν μαζί. Δεν είπαν πολλά. Ο Αντώνης ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Ο Μάριος το άγγιξε, χωρίς να πει λέξη. Για πρώτη φορά, η σιωπή δεν ήταν άβολη.
Ένα απόγευμα, καθώς ο ήλιος έπεφτε πίσω από τις πολυκατοικίες, ο Μάριος γύρισε και τον κοίταξε πιο βαθιά από ποτέ.
– «Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό που έχουμε… αλλά ξέρω ότι κάθε φορά που σε βλέπω, νιώθω ήσυχος».
Ο Αντώνης χαμογέλασε. Δεν χρειαζόταν ορισμοί. Ήξερε πώς ένιωθε. Ήταν ένας αέρας ασφάλειας, μια σταθερή ματιά ανάμεσα σε φλυτζάνια και χαμόγελα.
Οι μέρες κύλησαν και έγιναν εβδομάδες, οι εβδομάδες μήνες. Δεν είχαν ακόμη προχωρήσει σε κάτι παραπάνω από ένα διακριτικό άγγιγμα ή ένα πιο ζεστό βλέμμα. Όμως δεν τους έλειπε τίποτα. Το βλέμμα του ενός ήταν η καθημερινή επιβεβαίωση του άλλου. Και κάθε φορά που η πόρτα του καφέ άνοιγε και οι καμπάνες του μαγαζιού χτυπούσαν απαλά, ο Αντώνης ένιωθε πως κάτι όμορφο τον περίμενε στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο.
Από εκείνη τη μέρα, το τραπέζι στο παράθυρο έγινε “το δικό τους τραπέζι”. Η γειτονιά τους είχε συνδέσει. Το καθημερινό είχε γίνει ξεχωριστό. Ο Αντώνης, που πάντα πίστευε ότι οι μεγάλες στιγμές συμβαίνουν σε μεγάλες αλλαγές, κατάλαβε ότι οι μικρές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, όπως ένας πρωινός καφές δίπλα σε έναν άγνωστο— μπορούν να γεννήσουν κάτι πολύ σπουδαίο.
Αφήστε ένα σχόλιο