Δεν είχα σκεφτεί ποτέ σοβαρά τον Αντρέα. Τον γνώριζα μόνο ως “τον άντρα της Σοφίας” — της πρώην μου. Είχαμε βρεθεί μερικές φορές σε κοινές παρέες, ανταλλάξαμε τυπικές κουβέντες, χαιρετούρες, ίσως κι ένα πιο παρατεταμένο βλέμμα κάπου ανάμεσα στο κρασί και τα πειράγματα.
Δεν ήξερα τι ένιωθα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν απλή περιέργεια… ή κάτι πιο βαθύ.
Όταν έμαθα ότι είχαν χωρίσει, πέρασε απλώς ως πληροφορία. Μέχρι που τον είδα ξανά.
Σ’ ένα μπαρ στο Παγκράτι. Μόνος. Με ποτό στο χέρι, λευκό πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, το βλέμμα ήρεμο. Κάθισα δίπλα του. Χωρίς σχέδιο. Μόνο με παλμούς στο λαιμό.
«Δεν περίμενα να σε δω εδώ,» του είπα.
«Ούτε εγώ. Αλλά φαίνεται ότι η ζωή φέρνει τους πρώην πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουμε,» απάντησε με χαμόγελο που είχε υπονοούμενο.
Ήπιαμε μαζί. Μιλήσαμε πιο βαθιά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Μιλήσαμε για εκείνη, για τον χωρισμό τους, για τη μοναξιά. Κι ύστερα… για τη σιωπή που νιώθεις όταν ξέρεις ότι σε κοιτάει κάποιος με βλέμμα άλλο. Όχι εχθρικό. Όχι φιλικό. Κάτι στη μέση. Κάτι επικίνδυνο.
Η νύχτα μάς οδήγησε σπίτι μου. Δεν θυμάμαι ποιος το πρότεινε. Δεν ήθελε πολλά λόγια.
Μπήκε πρώτος. Άφησε τα κλειδιά στο τραπέζι και προχώρησε στο σαλόνι. Εγώ ήμουν πίσω του, σιωπηλός.
Γύρισε και με κοίταξε. «Ήξερες;» ρώτησε.
«Ότι το ήθελα; Ναι.»
Έκανε ένα βήμα. Με πλησίασε. Το βλέμμα του έψαχνε το δικό μου.
«Κι εγώ το σκεφτόμουν. Από τότε. Αλλά δεν επιτρέπεται, σωστά;»
Δεν απάντησα. Τον άγγιξα στον ώμο. Το πουκάμισο είχε αρχίσει να λυγίζει κάτω από το βάρος της στιγμής. Το άνοιξα αργά. Το δέρμα του ήταν ζεστό. Η ανάσα του κομμένη. Το βλέμμα του, καρφωμένο.
Δεν ήταν απλώς επιθυμία. Ήταν τόλμη. Ήταν αποδοχή. Ήταν “σε θέλω, ακόμη κι αν δεν πρέπει”.
Τα χείλη μας ενώθηκαν απότομα. Όχι βιαστικά – έντονα. Οι ανάσες μπλέχτηκαν. Τα ρούχα μας χάνονταν σταδιακά, σαν να τα πετούσε ο ένας από πάνω του για να φτάσει πιο κοντά στον άλλον.
Τα σώματά μας κόλλησαν. Τα χέρια του στο πρόσωπό μου, τα δικά μου στην πλάτη του. Η μυρωδιά του με γέμιζε. Ήταν αντρική, γνώριμη και άγνωστη μαζί. Ήταν όλα όσα δεν είχα τολμήσει να σκεφτώ με κάποιον που… υποτίθεται πως ήταν απαγορευμένος.
Περάσαμε ώρα πολλή μαζί. Σε κάθε στροφή, κάθε άγγιγμα, κάθε φιλί, ανακαλύπταμε κάτι καινούριο. Όχι μόνο για τον άλλον — αλλά για τον εαυτό μας.
Μετά…
Μείναμε ξαπλωμένοι, χωρίς να χρειάζεται να πούμε τίποτα. Ο Αντρέας γύρισε και με κοίταξε.
«Ξέρεις τι είναι το πιο περίεργο; Δεν αισθάνομαι τύψεις. Αισθάνομαι… ελεύθερος.»
Χαμογέλασα. «Ίσως γιατί, για πρώτη φορά, δεν προσπαθούμε να ταιριάξουμε σε κάποιο ρόλο.»
Σηκώθηκε, φόρεσε το πουκάμισό του και κάθισε δίπλα μου. Δεν έφυγε εκείνο το βράδυ. Ούτε το επόμενο.
Και κάπως έτσι… η περιέργεια έγινε κάτι παραπάνω.
Όχι σκάνδαλο. Όχι εκδίκηση. Όχι ενοχή.
Μόνο μια επιθυμία που είχε χρόνια σιγήσει και βρήκε, επιτέλους, χώρο να ανασάνει.
Πέρασαν δύο εβδομάδες. Δύο εβδομάδες σιωπηλές και όμορφες, γεμάτες βλέμματα, επαφές, άγγιγμα, καινούριες λέξεις. Ο Αντρέας δεν είχε επιστρέψει στο δικό του σπίτι. Ερχόταν κάθε βράδυ και έμενε μαζί μου. Δεν μιλούσαμε για αυτό. Απλώς… συνέβαινε.
Τον παρατηρούσα να φτιάχνει καφέ τα πρωινά, να φορά το φανελάκι του, να κάθεται με σταυρωμένα πόδια στον καναπέ μου, και κάθε τόσο να χαμογελά στο κενό. Ήταν σχεδόν τρομακτικό πόσο οικείος μου είχε γίνει.
Και μετά… ήρθε το μήνυμα.
Η Σοφία.
«Μπορούμε να τα πούμε για λίγο; Βρέθηκα στη γειτονιά σου. Είμαι κάτω.»
Ο Αντρέας ήταν στο μπάνιο. Ο ήχος του νερού έπνιγε το καρδιοχτύπι μου. Δεν είπα τίποτα. Ντύθηκα βιαστικά και κατέβηκα.
Η σύγκρουση
Την είδα να με περιμένει στη γωνία. Ντυμένη απλά, με βλέμμα που δεν ήξερα αν είναι θυμωμένο ή απλώς… διαισθητικό.
«Είδες τον Αντρέα;» ρώτησε κατευθείαν.
Σιώπησα. Δεν ήθελα να πω ψέματα. Τι να της πω ότι είναι Gay; Αλλά ούτε και να πω την αλήθεια έτσι, ψυχρά.
«Τον είδα, ναι. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι αυτό που νομίζεις.»
Με κοίταξε σαν να ήξερε ήδη. «Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις. Απλώς… ήθελα να στο πω: Αν δεν το εννοεί, μην καείς. Έχει ένα χάρισμα, ο Αντρέας. Σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι ο μόνος.»
Έμεινα ακίνητος. Δεν απάντησα. Την είδα να φεύγει σιγά, χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Η επιστροφή στο διαμέρισμα
Ο Αντρέας ήταν στο κρεβάτι μου, με βρεγμένα μαλλιά, μια πετσέτα περασμένη χαλαρά στη μέση. Το βλέμμα του ήρεμο.
«Κατέβηκες για λίγο…»
«Ήταν η Σοφία,» του είπα αργά.
Δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. Έσκυψε το κεφάλι. «Το περίμενα.»
«Μου είπε να προσέχω. Ότι έχεις τον τρόπο να κάνεις κάποιον να νιώθει μοναδικός… ακόμα κι αν δεν είναι.»
Ο Αντρέας πλησίασε. Κάθισε απέναντί μου, σιωπηλός για λίγο.
«Ίσως έχει δίκιο. Ίσως δεν ήμουν ποτέ όλος με εκείνη. Αλλά μαζί σου… δεν υποκρίνομαι. Αν έρθεις πιο κοντά μου, θα το νιώσεις.»
Το φιλί της επιβεβαίωσης
Τον κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα. Δεν ήθελα λόγια. Τον φίλησα. Όχι παθιασμένα. Αργά, σταθερά, με ένα “ναι” που γεννήθηκε μέσα στο στήθος μου και βγήκε στα χείλη.
Ήξερα πως τίποτα δεν ήταν απλό. Πως το παρελθόν, η Σοφία, η ιστορία που μας συνέδεε και τους τρεις, δεν θα έσβηνε εύκολα. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ήθελα να του δώσω κάτι. Μια ευκαιρία. Σε εκείνον. Σε εμένα. Σ’ εμάς.
Αφήστε ένα σχόλιο