Το πλοίο αναχώρησε λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Η θάλασσα ήρεμη, σαν να είχε καταπιεί κάθε ανησυχία της στεριάς. Ο Αντρέας έκατσε στο κατάστρωμα, με ακουστικά στ’ αυτιά, τα μάτια του στον ορίζοντα. Ταξίδευε μόνος για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Χρειάζονταν απόσταση. Από δουλειά, οικογένεια, φίλους – κι από εκείνον τον έρωτα που έσβησε πριν καν ανάψει κανονικά.
Δίπλα του, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, κάθισε ένας άντρας. Φορούσε ένα ανοιχτό πουκάμισο, λευκό, και διάβαζε ένα βιβλίο στα γαλλικά.
Ο Αντρέας τον κοίταξε για λίγο. Ήταν όμορφος. Ήσυχος. Καινούριος. Ξένος.
— «Πολύ ωραίο φως έχει σήμερα», γύρισε και του είπε ο ξένος, σηκώνοντας το βλέμμα απ’ το βιβλίο του.
Ο Αντρέας χαμογέλασε. Δεν απάντησε αμέσως.
— «Είναι λες και ο ήλιος δεν θέλει να φύγει», είπε τελικά.
Ο ξένος έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς.
— «Είναι η μαγεία του καλοκαιριού. Σε κρατάει λίγο ακόμα, έστω κι αν όλα πρέπει να τελειώσουν.»
Λέγονταν πράγματα χωρίς να ειπωθούν. Ο Αντρέας ένιωσε την καρδιά του να τεντώνεται λίγο, σαν να ξυπνούσε από μια μακρά νάρκη.
Συστήθηκαν. Ο ξένος λεγόταν Νίκος και ήταν Gay παιδί. Καθόταν με τις ώρες δίπλα του. Μιλούσαν για μουσική, για τα νησιά, για το τι σημαίνει να μην ανήκεις πραγματικά πουθενά. Ο άνεμος ακούμπαγε τα μαλλιά τους απαλά, σχεδόν συμπονετικά. Ήταν και οι δύο γύρω στα 30, με ψυχές που έμοιαζαν να στέκονται κάπου μεταξύ ελπίδας και απογοήτευσης.
Καθώς έπεσε η νύχτα, βρέθηκαν στο εσωτερικό, σε μια γωνία του μπαρ. Το φως χαμηλό, οι φωνές λιγοστές, οι ματιές πιο ειλικρινείς.
Ο Αντρέας ένιωθε την έλξη να γίνεται σχεδόν απτή. Δεν ήθελε να το βιάσει. Δεν ήθελε να το χάσει. Ήταν μια νύχτα χωρίς υποσχέσεις, αλλά με την υπόσχεση της πιθανότητας.
Ο Νίκος ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι.
— «Δεν ξέρω πού πηγαίνεις. Ούτε τι ψάχνεις», του είπε. «Αλλά αυτό εδώ… είναι κάτι.»
Ο Αντρέας κατέβασε το βλέμμα. Είχε μάθει να μην περιμένει πια τέτοιες στιγμές.
— «Δεν ξέρω καν αν είμαι έτοιμος…»
— «Δεν σου ζήτησα τίποτα», είπε ο Νίκος χαμηλόφωνα. «Απλώς να με κοιτάς.»
Και τότε, ο Αντρέας τον κοίταξε. Πραγματικά. Όχι όπως κοιτάμε από ανάγκη, αλλά όπως κοιτάμε όταν δεν φοβόμαστε πια.
Περίμεναν να αδειάσει ο διάδρομος. Προχώρησαν σχεδόν σιωπηλά στο κατάστρωμα. Η θάλασσα έλαμπε ασημένια από το φεγγάρι.
Ο Νίκος πλησίασε λίγο πιο κοντά. Το χέρι του άγγιξε τον ώμο του Αντρέα. Δεν ήταν τίποτα επιθετικό. Ήταν μια απλή επαφή, ανθρώπινη, ήρεμη.
— «Θέλεις να περπατήσουμε;», ρώτησε.
Περπάτησαν στη σιγή. Δίπλα τους, μόνο το κύμα. Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Ο Αντρέας γύρισε και τον κοίταξε. Τα βλέμματα τους έκλεισαν κάθε απόσταση. Ήταν εκεί, μέσα σε εκείνη την παύση.
Ο Νίκος τον φίλησε πρώτος.
Ήταν ένα φιλί σιγανό, ζεστό, με την αμηχανία και την αλήθεια των ανθρώπων που συναντιούνται στα σωστά σημεία του λάθους χρόνου. Δεν υπήρξε βιασύνη. Ούτε υποσχέσεις. Μόνο μία αίσθηση: πως κάποτε, εκείνο το ταξίδι, εκείνη η βραδιά, εκείνο το καράβι, θα τους είχε ενώσει με έναν τρόπο πιο βαθύ από όσο μπορούσαν να εξηγήσουν.
Και όταν ξημέρωσε, ο Αντρέας δεν ήθελε να φτάσει στο νησί. Γιατί ήξερε, ίσως για πρώτη φορά, ότι δεν ήταν πια τόσο μόνος.
Αφήστε ένα σχόλιο