Ο Αντώνης μόλις είχε μετακομίσει σε ένα φωτεινό διαμέρισμα στο Παγκράτι. Ήταν στο τέταρτο, είχε μικρό μπαλκόνι με λουλούδια από τον προηγούμενο ένοικο, και μια αίσθηση «καινούριου ξεκινήματος» που του έδινε ανάσα. Αυτό που δεν περίμενε ήταν ο… σπιτονοικοκύρης.
Ο κύριος Μάριος – όπως του συστήθηκε – ήταν περίπου 40, γεροδεμένος, με σταρένιο δέρμα και σμιλεμένο πρόσωπο. Μπλε μάτια, άνετο χαμόγελο και φωνή με βάθος. Κάτι ανάμεσα σε οικοδομικό στυλ και ώριμος πρωταγωνιστής. Όταν τον είδε πρώτη φορά να κρατάει το κλειδί στην είσοδο, ο Αντώνης ένιωσε ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι.
«Καλωσόρισες. Αν θες κάτι, είμαι στον πρώτο όροφο. Χτυπάς ή… στέλνεις μήνυμα,» του είπε με ένα βλέμμα λίγο παραπάνω παρατεταμένο απ’ το συνηθισμένο.
Ο Αντώνης χαμογέλασε αμήχανα. «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ… κύριε Μάριε.»
«Μάριος σκέτο.»
Οι μέρες περνούσαν. Κάθε συνάντηση μαζί του είχε κάτι από παιχνίδι.
Μια μέρα, όταν χάλασε το θερμοσίφωνο, ο Αντώνης χτύπησε την πόρτα του. Ο Μάριος τον κάλεσε μέσα για καφέ, λέγοντας: «Θα το κοιτάξω σε λίγο. Πρώτα να πάρεις μια ανάσα… μοιάζεις πιεσμένος.»
Το σπίτι του Μάριου ήταν μοντέρνο αλλά ανδρικό – σκουρόχρωμα έπιπλα, γωνιές με δίσκους βινυλίου, ένα ποτήρι ουίσκι στο τραπεζάκι. Ο Αντώνης κάθισε. Ο Μάριος τον κοίταζε για ώρα χωρίς να πει πολλά.
«Έχεις ωραία μάτια,» του είπε ξαφνικά.
Ο Αντώνης κοκκίνισε. «Εσύ… έχεις ωραία φωνή.»
Γέλασαν. Η ένταση ανέβηκε.
Ο Μάριος πλησίασε. «Σε βλέπω να με κοιτάς. Από την πρώτη μέρα.»
Ο Αντώνης ένιωσε τα γόνατά του να τρέμουν. Δεν αρνήθηκε.
Ο Μάριος στάθηκε μπροστά του. Έσκυψε και του χάιδεψε απαλά τον λαιμό. «Θες να μείνεις λίγο ακόμη πριν ανέβεις;» ψιθύρισε.
Η επαφή τους ήρθε αργά. Φυσικά. Αληθινά.
Χείλη που συναντήθηκαν σαν να έψαχναν από καιρό. Χέρια που εξερευνούσαν σώματα με περιέργεια και σιγουριά. Ο Αντώνης παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μάριου, που τον οδηγούσε ήρεμα, με πάθος και τρυφερότητα. Δεν υπήρχε βιασύνη. Μόνο αναπνοές που συγχρονίζονταν, δέρματα που ένιωθαν και μάτια που δεν χρειάζονταν λέξεις.
Ήταν κάτι περισσότερο από σωματικό. Ήταν εκείνο το αίσθημα ασφάλειας που γεννιέται όταν δύο άνθρωποι καταλαβαίνουν χωρίς να μιλήσουν.
Κι όταν ο Αντώνης έφυγε…
Στην πόρτα, λίγο πριν βγει, ο Μάριος τον φίλησε ξανά. «Όποτε χρειαστείς κάτι… ή και τίποτα… ξέρεις πού είμαι.»
Ο Αντώνης γύρισε με χαμόγελο. «Το ξέρω. Και μάλλον θα χρειαστώ… τον σπιτονοικοκύρη μου πιο συχνά από ό,τι νόμιζα.»
Οι επόμενες μέρες πέρασαν σχεδόν ήσυχα. Οι δυο τους δεν αντάλλαξαν πολλά λόγια. Μόνο βλέμματα από μακριά στην είσοδο, ένα χαμόγελο όταν διασταυρώνονταν στα σκαλιά, και μια μικρή ένταση που δεν είχε ξεθυμάνει.
Ο Αντώνης ένιωθε μπερδεμένος. Δεν ήξερε αν αυτό που συνέβη ήταν μοναδικό, ή αν ο Μάριος είχε συνηθίσει τέτοιες στιγμές με τους ενοίκους του. Δεν ήθελε να φανεί “εύκολος”. Μα ούτε και να χάσει αυτό που ξεκίνησε.
Μια Παρασκευή βράδυ, αργά, δέχτηκε ένα μήνυμα.
«Είσαι σπίτι; Έχει ωραίο φεγγάρι απόψε. Έλα πάνω αν θες να το δεις από τη βεράντα μου.»
Η καρδιά του Αντώνη χτύπησε σαν να ήταν έφηβος. Δεν απάντησε. Πήρε μόνο ένα ελαφρύ πουκάμισο, φόρεσε λίγη cologne, και κατέβηκε ένα όροφο πιο κάτω.
Η βεράντα του Μάριου ήταν σαν σκηνικό κινηματογράφου.
Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τον περίμενε, μαζί με τον ίδιο – καθισμένο σε μια ξαπλώστρα, με ανοιχτό πουκάμισο και χαλαρό βλέμμα.
«Πίστευα πως δεν θα κατέβεις,» του είπε ήρεμα.
Ο Αντώνης κάθισε δίπλα του. «Κι εγώ νόμιζα πως δεν θα μου το ξανάστελνες αυτό το μήνυμα.»
Ο Μάριος του γέμισε το ποτήρι και πλησίασε πιο κοντά. «Δεν σταμάτησα να σε σκέφτομαι. Απλώς… δεν ήξερα αν το ένιωσες όπως εγώ.»
Ο Αντώνης γύρισε και τον κοίταξε απευθείας στα μάτια. «Το ένιωσα. Αλλά δεν ήξερα αν ήσουν… εκεί πραγματικά. Ή απλά παρών για τη στιγμή.»
Ο Μάριος άφησε το ποτήρι του στο πλάι. Σήκωσε το χέρι και του χάιδεψε το μάγουλο αργά. «Είμαι εδώ, Αντώνη. Όλο και περισσότερο.»
Η νύχτα κύλησε διαφορετικά από την προηγούμενη.
Πιο αργά. Πιο βαθιά. Πιο τρυφερά.
Τα φιλιά τους είχαν κάτι από εμπιστοσύνη, σαν να ήξεραν ότι η επαφή τους δεν ήταν πια μόνο σωματική. Το άγγιγμα του Μάριου έγινε πιο προστατευτικό, σχεδόν πατρικό. Τα χέρια του Αντώνη, αυτή τη φορά, τον κρατούσαν και δεν τον άγγιζαν απλώς.
Έμειναν μαζί στο κρεβάτι. Σώμα με σώμα. Ο ένας στην ανάσα του άλλου. Ο Αντώνης ακουμπούσε το κεφάλι του στο στήθος του Μάριου και ένιωθε τη ζεστασιά του να του λιώνει κάθε άμυνα.
Ο Μάριος τον φίλησε απαλά στο μέτωπο και είπε:
«Μην το φοβάσαι αυτό. Δεν είναι κάτι περαστικό για μένα.»
Ο Αντώνης έκλεισε τα μάτια. Δεν απάντησε. Μα εκείνη τη στιγμή ήξερε πως κάτι είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει μέσα του.
Αφήστε ένα σχόλιο