Στο Δωμάτιο με τον Μάριο
Η πόλη έξω έλαμπε μέσα στη νύχτα, αλλά μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όλα ήταν πιο ήσυχα, πιο συγκεντρωμένα. Ο ήχος της βροχής στο τζάμι έκανε την ατμόσφαιρα ακόμη πιο κλειστή, σχεδόν απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Μάριος στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, με το φως να χαϊδεύει τα χαρακτηριστικά του. Το βλέμμα του είχε εκείνη τη σταθερότητα που πάντα έκανε την καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα.
– Ήρθες, είπε χαμηλά, σαν να μην ήταν σίγουρος αν το πίστευε.
– Δεν υπήρχε περίπτωση να λείψω, απάντησα.
Πλησίασα αργά. Η απόσταση μικραίνει, η ανάσα μου συγχρονίζεται με τη δική του. Δεν χρειάστηκαν πολλές κουβέντες· η ένταση είχε ήδη χτιστεί από πριν.
Το χέρι του βρήκε τον ώμο μου, και ένιωσα τη ζεστασιά του μέσα από το λεπτό ύφασμα του πουκαμίσου. Σταθήκαμε κοντά, τόσο που μπορούσα να ακούσω τον χτύπο της καρδιάς του. Το βλέμμα μας ήταν σταθερό, σαν να προσπαθούσαμε να διαβάσουμε ο ένας τον άλλον χωρίς λέξεις.
Η σιωπή γέμισε από κίνηση. Τα σώματα πλησίασαν, και το άγγιγμα έγινε πιο σταθερό, πιο σίγουρο. Δεν υπήρχε βιασύνη· μόνο η αίσθηση ότι η στιγμή αυτή μάς ανήκε ολοκληρωτικά.
Έξω, η βροχή συνέχιζε να πέφτει. Μέσα, το δωμάτιο γέμιζε από την αίσθηση μιας ένωσης που δεν χρειαζόταν καμία εξήγηση. Ήταν κάτι που και οι δύο ξέραμε ότι θα θυμόμαστε, όχι μόνο για όσα έγιναν, αλλά για το πώς νιώσαμε εκείνη τη νύχτα.
Η σιωπή ήταν σχεδόν απτή. Ο ήχος της βροχής απ’ έξω γινόταν ένα απαλό υπόστρωμα, σαν να ήθελε να συνοδεύσει τη στιγμή.
Ο Μάριος έκανε ένα βήμα πιο κοντά και το φως από το κομοδίνο έπεσε στο πρόσωπό του, τονίζοντας εκείνο το βλέμμα που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Ένιωσα τα δάχτυλά του να αγγίζουν τον καρπό μου, απαλά στην αρχή, πιο σταθερά στη συνέχεια.
– Μου έλειψες, είπε σχεδόν ψιθυριστά, και η φωνή του είχε μια ζεστασιά που με τύλιξε ολόκληρο.
Δεν χρειάστηκε να απαντήσω. Το βλέμμα μου ήταν αρκετό για να καταλάβει. Εκείνος έσκυψε αργά, και η απόσταση ανάμεσά μας εξαφανίστηκε. Ήταν ένα φιλί βαθύ, ήρεμο αλλά γεμάτο ένταση, σαν να έκρυβε μέσα του όσα δεν είχαμε πει για καιρό.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Κάθε του άγγιγμα ήταν προσεκτικό, αλλά και γεμάτο από την αίσθηση πως ήξερε ακριβώς πού ήθελε να με οδηγήσει. Τα χέρια του με τράβηξαν πιο κοντά, και ένιωσα τη θερμότητά του να περνά από το δικό του σώμα στο δικό μου.
Καθίσαμε στην άκρη του κρεβατιού, χωρίς να αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Ο κόσμος έξω μπορούσε να περιμένει — εδώ, σε αυτό το δωμάτιο, υπήρχε μόνο η ένταση, η τρυφερότητα και η αίσθηση πως η νύχτα είχε ακόμη πολλά να δώσει.
Ο Μάριος δεν απομάκρυνε το βλέμμα του ούτε για μια στιγμή. Ήταν σαν να διάβαζε κάθε μου σκέψη, σαν να γνώριζε ήδη το επόμενο βήμα.
Η βροχή έξω είχε δυναμώσει, μα μέσα στο δωμάτιο η ατμόσφαιρα ήταν πιο ζεστή από ποτέ. Το φως από το κομοδίνο έριχνε απαλές σκιές στους τοίχους, και οι ανάσες μας είχαν γίνει ο μόνος ρυθμός που ακούγαμε.
Με τράβηξε απαλά προς το κέντρο του κρεβατιού. Η κίνηση ήταν αργή, χωρίς καμία βιασύνη, σαν να ήθελε να θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο. Κάθε άγγιγμα, κάθε ματιά, χτίζε την προσμονή.
Τα σώματά μας πλησίασαν τόσο που δεν υπήρχε πια απόσταση. Η ένταση που είχε ξεκινήσει από τη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο τώρα έβρισκε την έκφρασή της. Δεν υπήρχαν πια κουβέντες, μόνο η αίσθηση της ένωσης, τρυφερή και δυνατή ταυτόχρονα.
Κάναμε έρωτα αργά, με τρόπο που έμοιαζε να σταματά τον χρόνο. Ήταν σαν κάθε στιγμή να είχε το δικό της βάρος, σαν να ήμασταν μόνοι μας στον κόσμο. Η βροχή έξω συνέχιζε, αλλά εμείς ήμασταν χαμένοι ο ένας στον άλλον.
Όταν όλα ηρέμησαν, μείναμε έτσι, χωρίς να μιλήσουμε. Ξέραμε και οι δύο ότι εκείνη η νύχτα θα έμενε χαραγμένη στη μνήμη μας — όχι μόνο για όσα έγιναν, αλλά για το πώς νιώσαμε, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, μόνοι και απόλυτα παρόντες ο ένας για τον άλλον.
Αφήστε ένα σχόλιο