Ο Γιάννης μετακόμισε στην Αθήνα στα 33 του. Χωρισμένος, με μια βαλίτσα κι ένα λάπτοπ γεμάτο ημιτελή σχέδια. Άφησε πίσω του τη μικρή πόλη όπου κανείς δεν έλεγε τα πράγματα όπως είναι. Στην πρωτεύουσα, πίστευε, η σιωπή έχει περισσότερο χώρο να ανασάνει.

Το διαμέρισμα ήταν μικρό, στον Νέο Κόσμο. Ήσυχη γειτονιά, παλιό κτίριο, μα ανακαινισμένο. Τον υποδέχτηκε ο σπιτονοικοκύρης, ο Μάνος – γύρω στα 45, ψιλόλιγνος, με πυκνά γκρίζα μαλλιά και ένα βλέμμα σαν ανοιχτό παράθυρο.

— «Οτιδήποτε χρειαστείς, εδώ δίπλα μένω», του είπε, δείχνοντας το ισόγειο.

Η φωνή του είχε ηρεμία. Σαν να μιλούσε κάποιος που είχε κουραστεί να παλεύει. Και αυτό ο Γιάννης το ένιωσε οικείο.

Τις πρώτες μέρες συναντιούνταν μόνο τυχαία. Στη σκάλα, στην είσοδο, ή από το μπαλκόνι. Ο Μάνος τον ρωτούσε αν προσαρμόστηκε, αν του αρέσει η περιοχή. Ο Γιάννης απαντούσε ευγενικά, κοφτά. Ήταν πάντα επιφυλακτικός. Όχι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά απέναντι σε όσα ένιωθε όταν τους κοιτούσε για λίγο παραπάνω.

Ένα βράδυ Παρασκευής, ο Μάνος χτύπησε την πόρτα. Κρατούσε δυο ποτήρια κρασί. Το ήξερα ότι ήταν Gay.

— «Σκέφτηκα ότι δεν κάνει να πίνω μόνος», είπε με ένα αδιόρατο χαμόγελο.

Ο Γιάννης τον κάλεσε μέσα, σχεδόν χωρίς να το πολυσκεφτεί.

Μίλησαν για δουλειά, για παλιές σχέσεις, για το πώς η μοναξιά, όταν την συνηθίσεις, γίνεται σχεδόν φιλική. Ο Μάνος του είπε πως παλιά ήταν σε σχέση με κάποιον. Ότι έμεναν σε αυτό το ίδιο διαμέρισμα.

— «Έφυγε. Πριν 5 χρόνια», είπε, κι έγειρε πίσω στο κάθισμα.

— «Σε άφησε;», ρώτησε ο Γιάννης χαμηλόφωνα.

Ο Μάνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Απλώς… σταμάτησε να είναι εδώ.»

Η κουβέντα έσβησε για λίγο. Και μέσα σε εκείνη τη σιωπή, ο Γιάννης άφησε το βλέμμα του να μείνει. Στα χέρια του Μάνου. Στο λαιμό του. Στο φως που φιλτράριζε τις ρυτίδες σαν μνήμες.

Το επόμενο πρωί ο Μάνος του άφησε μια μικρή γλάστρα στην πόρτα.

«Για το μπαλκόνι σου. Να έχει και κάτι ζωντανό να κοιτάς.»
Ένα σημείωμα με παιδικά γράμματα. Χωρίς υπογραφή.

Τις επόμενες εβδομάδες, άρχισαν να πίνουν καφέ μαζί τα απογεύματα. Ήσυχα. Χωρίς φλερτ, χωρίς προσχήματα. Σαν δυο άνθρωποι που ήθελαν απλώς να είναι παρόντες, στο ίδιο τραπέζι.

Μια νύχτα με βροχή, ο Γιάννης κατέβηκε στο ισόγειο με μια κουβέρτα.

— «Να βλέπουμε ταινία χωρίς κουβέρτα είναι αμαρτία», είπε.

Ο Μάνος δεν είπε τίποτα. Τη μοιράστηκαν. Το σώμα τους άγγιξε σχεδόν τυχαία. Ή και όχι. Δεν αντέδρασαν. Δεν υπήρξε αμηχανία. Μόνο μια σιωπηλή ανακούφιση.

Στο τέλος της ταινίας, δεν ήθελε να φύγει. Ούτε κι εκείνος του το ζήτησε. Κοιμήθηκαν στον ίδιο καναπέ, χωρίς λέξεις, χωρίς ερωτήσεις.

Το επόμενο πρωί, ο ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες. Ο Μάνος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον Γιάννη, που ακόμη κοιμόταν.

Ήταν όμορφος έτσι, μελαγχολικός, χωρίς φίλτρα. Όχι παιδί. Όχι αγόρι. Άντρας, με βαλίτσες που δεν φαίνονταν, αλλά τις ένιωθες.

Όταν ο Γιάννης ξύπνησε, του είπε μόνο:

— «Ήταν ωραία. Δεν ήξερα ότι θα ήταν τόσο απλό.»

Ο Μάνος γέλασε. «Δεν είναι απλό. Εμείς το κάναμε απλό.»

Δεν υπήρξαν πολλά μετά. Όχι δηλώσεις. Όχι φωτογραφίες. Αλλά υπήρχε χώρος. Να μπει ο ένας στη ζωή του άλλου λίγο-λίγο.

Και καθώς ο καιρός περνούσε, ο Γιάννης κατάλαβε πως μερικές φορές ο σπιτονοικοκύρης μπορεί να σου δώσει πολύ περισσότερα από ένα σπίτι.

Μπορεί να σου δώσει ένα μέρος να είσαι αυτός που είσαι.